Η Ομοιοπαθητική είναι ένα ολοκληρωμένο θεραπευτικό σύστημα και βασίζεται σε νόμους και αρχές, που έχουν προέλθει από την παρατήρηση και το πείραμα. Εφαρμόζεται διακόσια χρόνια χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε από τους Νόμους και τις Αρχές της, που αφορούν τη μάχη για την διατήρηση της ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΗΣ (της ισορροπίας) του οργανισμού ενάντια σε νοσογόνους παράγοντες.
Ιδρυτής της ο Cristian Samuel Hahnemann, που το 1810, μετά από χρόνια μελέτης και πειραματισμού, έγραψε το «Όργανο της Θεραπευτικής Τέχνης», βιβλίο με 291 παραγράφους, στο οποίο αναπτύσσεται όλη η θεωρητική βάση, οι Νόμοι και οι Αρχές της Ομοιοπαθητικής.
Τι είναι υγεία και τι είναι ασθένεια
Υγεία είναι η ισορροπία του οργανισμού όχι μόνο στο σωματικό επίπεδο αλλά και στο ψυχοσυναισθηματικό και διανοητικό. Κάθε διασάλευση αυτής της ισορροπίας είναι αρρώστια. Και τα συμπτώματα, οι εκφράσεις της αμυντικής ανταπόκρισης του οργανισμού στον νοσογόνο παράγοντα.
Αυτό που συνιστά την θεραπευτική βάση της Ομοιοπαθητικής είναι ότι θεραπεύουμε αρρώστους και όχι αρρώστιες. Επειδή δε, οι διάφοροι οργανισμοί με την επίδραση κάποιου στρεσογόνου παράγοντα, αντιδρούν μ’ ένα δικό τους ξεχωριστό και ιδιόμορφο τρόπο, εμφανίζοντας ένα σύνολο συμπτωμάτων τελείως εξειδικευμένο για κάθε άτομο, ο ομοιοπαθητικός γιατρός, αφού εξαντλήσει το διαγνωστικό σκέλος με βάση τους κανόνες της κλασικής ιατρικής, δεν θα αρκεσθεί σ’ αυτό. Θα προχωρήσει στο ομοιοπαθητικό ιστορικό μελετώντας τον οργανισμό του ασθενούς σε βάθος, προσπαθώντας να βρει τη ρίζα και τις αιτίες της διαταραχής του. Το ομοιοπαθητικό ιστορικό είναι πολυπλοκότερο γιατί και η επιλογή του φαρμάκου είναι πολυσύνθετη διαδικασία. Στη διαδικασία αυτή εξετάζονται οι διάφορες λειτουργίες του οργανισμού, τόσο στο σωματικό (μεταβολισμός, θερμορύθμιση κλπ) όσο και στο συναισθηματικό επίπεδο (φόβοι, άγχος κλπ.) και στο διανοητικό (διαταραχές μνήμης, συγκέντρωσης κλπ.) . Εξετάζει τον άρρωστο χρησιμοποιώντας απλές ερωτήσεις, που απαντώνται εύκολα από τον καθένα όπως: «ζεσταίνεσαι-κρυώνεις, σε ποια στάση κοιμάσαι, τι σου αρέσει να τρως κλπ.».
Η Ομοιοπαθητική θεραπευτική αποσκοπεί στην αποκατάσταση της υγείας, δηλαδή της ισορροπίας του οργανισμού σε όλα τα επίπεδα, και όχι στην εξαφάνιση απλά των συμπτωμάτων.
Αν δεχθούμε ότι ο οργανισμός λειτουργεί σαν ενιαίο σύνολο που έχει σκοπό την διατήρηση της ισορροπίας (ομοιόσταση) και ότι τα συμπτώματα δεν είναι η νόσος αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του οργανισμού να ιαθεί, τότε, αν μπορούσαμε να ενισχύσουμε αυτή την προσπάθεια του οργανισμού κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ο ίδιος έχει διαλέξει θα αυξάναμε τις δυνατότητες της ολοκληρωμένης θεραπείας του.
Τα φάρμακα είναι απλές φυσικές ουσίες που προέρχονται από το φυτικό, ζωικό και ορυκτό βασίλειο. Η διαδικασία παρασκευής τους είναι αραίωση και κρούση και ονομάζεται συνοπτικά δυναμοποίηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η δυναμοποίηση τόσο πιο δραστικό είναι το φάρμακο. Σε κάθε δυναμοποίηση αυξάνεται η θεραπευτική δράση του φαρμάκου και εκμηδενίζεται η τοξική του δράση.
Οι διαδικασίες που ακολουθούμε για να βρούμε το «όμοιο φάρμακο» είναι οι εξής:
Λήψη ιστορικού: κατ’ αρχήν το κλασικό ιστορικό της πάθησης για την οποία έρχεται ο ασθενής και στη συνέχεια το πολύπλοκο ομοιοπαθητικό μέρος.
Αξιολόγηση των συμπτωμάτων: δηλαδή εκτίμηση των συμπτωμάτων κατά σειρά βαρύτητας. Πολλές φορές οι ασθενείς έρχονται για ένα σύμπτωμα π.χ. έκζεμα και κατά την διάρκεια λήψης του ιστορικού προκύπτει ένα πιο σοβαρό πρόβλημα όπως κατάθλιψη. Ο ομοιοπαθητικός ιατρός θα πρέπει να εκτιμήσει πιο σύμπτωμα.
Συνταγογράφηση: είναι η δύσκολη διαδικασία επιλογής φαρμάκου με την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας του ασθενούς, την ομοιοπαθητική συμπτωματολογία, τα ιδιοσυγκρασιακά του γνωρίσματα, δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας του οργανισμού του.
Τέλος η θεραπευτική πορεία, δηλαδή η εκτίμηση της αντίδρασης του οργανισμού στη θεραπεία, βελτίωση διαδοχική των συμπτωμάτων, πιθανή χορήγηση συμπληρωματικού φαρμάκου κατά την διάρκεια της θεραπείας κλπ.
Θεραπευτική επιδείνωση: Οφείλεται στην διέγερση του αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού από το ομοιοπαθητικό φάρμακο. Συμβαίνει περίπου στο 15% των περιπτώσεων, κυρίως των χρόνιων. Η επιδείνωση αυτή είναι ευεργετική για την θεραπευτική πορεία του ασθενούς. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που μπορεί να συμβεί επιδείνωση κατά την διάρκεια της θεραπείας, χωρίς να μπορεί να χαρακτηρισθεί ιάσιμη όπως διακοπή κάποιας κλασικής αγωγής, αυθυποβολή ασθενούς που είχε πληροφορηθεί για ενδεχόμενη επιδείνωση, τυχαίοι παράγοντες κλπ.
Μια ανακεφαλαίωση των όσων έχουν αναφερθεί ως τώρα, διατυπώνεται στην Τρίτη παράγραφο του Organon του Hahnemann:
«Εάν ο γιατρός διακρίνει με διαύγεια εκείνο, που πρέπει να θεραπευτεί σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση ασθένειας.
Εάν διακρίνει με καθαρότητα τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων, αυτό που κάθε φάρμακο μπορεί να θεραπεύσει.
Εάν, βάσει σαφώς καθορισμένων αρχών, γνωρίζει να προσαρμόζει την θεραπευτική ιδιότητα των φαρμάκων, σε ότι αναγνώριζε αναμφισβήτητα νοσηρό στον άρρωστο, έτσι ώστε να επακολουθήσει ίαση.
Εάν γνωρίζει, να εφαρμόζει σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση το πλέον κατάλληλο φάρμακο.
Εάν γνωρίζει να παρασκευάζει τούτο ορθώς.
Εάν γνωρίζει την απαιτούμενη ποσότητα του φαρμάκου (δόση) και την ποιότητα τούτου (δυναμοποίηση).
Εάν την κατάλληλη στιγμή για την επανάληψη της δόσης.
Εάν τέλος γνωρίζει, ποια εμπόδια δύνανται να παρακωλύσουν την επαναφορά της υγείας και τον τρόπο που θα αποτρέψει αυτά ούτως ώστε η αποκατάσταση της υγείας να είναι μόνιμη.
Τότε γνωρίζει να δρα ορθολογικά σύμφωνα προς τον ορισθέντα σ’ αυτόν σκοπό.
Τότε μόνον είναι άξιος του ονόματος του γιατρού και της τέχνης του θεραπεύειν».